- δίυγρος
- δίυγροςwashed outmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίυγρος — δίυγρος, ον (Α) 1. εντελώς υγρός, διάβροχος 2. κορεσμένος, πλήρης 3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια 4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης 5. ασθενικός, μαλθακός … Dictionary of Greek
δίυγρον — δίυγρος washed out masc/fem acc sg δίυγρος washed out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διύγροις — δίυγρος washed out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διύγρου — δίυγρος washed out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διύγρους — δίυγρος washed out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διύγρων — δίυγρος washed out masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διύγρῳ — δίυγρος washed out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίυγρα — δίυγρος washed out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίυγροι — δίυγρος washed out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουλώ — άω και ζουλίζω συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουλίζω < μσν. ζουλίζω < διυλίζω (πρβλ. πιθ. ετυμολ. τού σγουρός*/ ζγουρός < δίυγρος). Ο τ. ζουλώ είναι μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουλίζω] … Dictionary of Greek